αναδημιουργικός

αναδημιουργικός
-ή, -ό
ο ικανός, ο κατάλληλος για αναδημιουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδημιουργία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον παιδαγωγό Δημήτριο Μαρούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναδημιουργικός — ή, ό ο κατάλληλος για αναδημιουργία: Όλοι πίστευαν πως έπαιρναν μέρος σ ένα αναδημιουργικό έργο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναδημιουργία — η 1. η εκ νέου δημιουργία 2. αναγέννηση 3. ανασχηματισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτ. λόγ. σύνθετο < αναδημιουργώ. ΠΑΡ. αναδημιουργικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”